- σύσσωμος
- [сиссомос] εκ. весь целиком.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σύσσωμος — united in one body masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύσσωμος — η, ο / σύσσωμος, ον, ΝΜΑ ενωμένος σε ένα σώμα («εἶναι τὰ ἔθνη συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας αὐτοῡ», ΚΔ) νεοελλ. 1. ολόσωμος, σύγκορμος 2. ολόκληρος, με όλα τα μέλη του («σύσσωμη η αντιπολίτευση απείχε από την ψηφοφορία»).… … Dictionary of Greek
σύσσωμος — η, ο 1. ολόκληρος: Σύσσωμο το έθνος αντιστάθηκε στον εισβολέα. 2. ομόφωνος: Η σύσσωμη επιδοκιμασία της πολιτικής του από όλα τα κόμματα τον ενθάρρυνε στη συνέχισή της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σύσσωμον — σύσσωμος united in one body masc/fem acc sg σύσσωμος united in one body neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσσώμους — σύσσωμος united in one body masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσσώμων — σύσσωμος united in one body masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύσσωμα — σύσσωμος united in one body neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύσσωμοι — σύσσωμος united in one body masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συσσώμως — ΝΜ επίρρ. βλ. σύσσωμος … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek